Σαμαρείτες

Σαμαρείτες
Κάτοικοι της Σαμάραας. Όταν το 721 π.Χ. οι Εβραίοι εξορίστηκαν, οι Ασσύριοι έφεραν στη Σ. άλλους πληθυσμούς που προέρχονταν από τη Βαβυλωνία και τη Συρία και οι οποίοι, αφού αναμείχθηκαν με τους Εβραίους που είχαν παραμείνει, δημιούργησαν ένα μεικτό πληθυσμό και θρησκευτικό συγκρητισμό (B’ Βασιλειών, ιζ’ 24 κ.ε.). Από τότε γεννήθηκε μια βαθιά έχθρα μεταξύ Εβραίων και Σ. - της οποίας ίχνη βρίσκονται και στα Ευαγγέλια - σε σημείο ώστε να αποκλειστούν από την ανοικοδόμηση του Ναού μετά τη βαβυλώνια αιχμαλωσία και να χτίσουν ένα δικό τους γιαχβιστικό ιερό, αντίπαλο του Ναού της Ιερουσαλήμ, στο όρος Γαριζίν. Υπάρχει ακόμα ένας πολύ μικρός αριθμός του Σ. που ζουν στους πρόποδες του όρους Γαριζίν όπου είναι η σημερινή συναγωγή τους· βάση της πίστης τους είναι μόνο η Πεντάτευχος, της οποίας έχουν ένα κείμενο αλλοιωμένο και γεμάτο παρεμβολές. Μιλούν μια γλώσσα, που προέρχεται από την αραμαϊκή και περιμένουν ένα Μεσσία (Ταχέβ), ο οποίος θα ιδρύσει ένα λαμπρό βασίλειο διάρκειας χίλιων ετών. Εβραίος της Ναμπλούς (Ιορδανία), όπου ζουν οι τελευταίοι Σαμαρείτες, με τους ρόλους της Πεντατεύχου, η οποία αποτελεί τη Βίβλο τους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σαμαρειτικός — ή, ό / σαμαρειτικός, ή, όν, ΝΑ [Σαμαρείτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σαμάρεια ή στους Σαμαρείτες 2. φρ. «Σαμαρειτική Πεντάτευχος» το χωρίς φωνήεντα κείμενο τής εβραϊκής Πεντατεύχου σε σαμαρειτική γραφή που χρησιμοποιούσαν οι… …   Dictionary of Greek

  • Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …   Dictionary of Greek

  • Σαμαρείτης — ο, ΝΜΑ, θηλ. Σαμαρείτισσα Ν και Σαμαρεῑτις και Σαμαρῑτις, ίτιδος ΜΑ, και Σαμαρίτης και δωρ. τ. Σαμαρῑτας Α [Σαμάρεια] (συν. στον. πληθ.) οι Σαμαρείτες και οἱ Σαμαρεῑται οι κάτοικοι τής Σαμάρειας, που μέχρι το 721 π.Χ. αποτελούσαν αμιγή ιουδαϊκό… …   Dictionary of Greek

  • Ιεχωβά — Το πιο επίσημο όνομα του θεού του Ισραήλ, το οποίο αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη. Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, ακούστηκε από τον Θεό (διαμέσου του Μωυσή) στο όραμα της «καιόμενης βάτου» στο Χωρήβ (Έξοδ. γ’ 13). Όταν ο Μωυσής στάλθηκε από τον… …   Dictionary of Greek

  • Σαργών — Όνομα τριών αρχαίων βασιλιάδων της Μέσης Ανατολής. Ο πρώτος, που λέγεται Σ. ο Μέγας, υπήρξε βασιλιάς της Ακκάδ τον 24o αι. π.Χ. και ιδρυτής του πρώτου μεγάλου σημιτικού βασιλείου της Μεσοποταμίας. Η μορφή του περιβάλλεται κατά μεγάλο μέρος από το …   Dictionary of Greek

  • Σίμων ο Μάγος — Σύγχρονος του Ιησού (1ος αι. μ.Χ.), από τη Σαμάρεια ή την Κύπρο, μάγος και αιρετικός του χριστιανισμού. Παρακολουθώντας το κήρυγμα του Φίλιππου στη Σαμάρεια, ο Σ. πείστηκε ότι ο χριστιανισμός ήταν ισχυρότερος από τη μαγική δύναμη και βαφτίστηκε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”